σπινθηροβολία

σπινθηροβολία
η, Ν
1. εκπομπή σπινθήρων, σπιθοβόλημα
2. εκπομπή φωτεινών ακτίνων, φεγγοβολή
3. φρ. «σπινθηροβολία αστέρα»
αστρον.
το φαινόμενο τής ταχύτατης μεταβολής τού χρωματισμού και τής λαμπρότητας ενός αστέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθηροβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Γ. Χ. Παπαγεωργίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπιθοβολή — η, Ν [σπιθοβολώ] σπινθηροβολία, εκπομπή σπινθήρων …   Dictionary of Greek

  • σπινθηροβόλημα — σπινθηροβόλημα, το και σπινθηροβολιά, η σπινθηρισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”